φρόνημα

φρόνημα
το, ΝΜΑ [φρονῶ]
1. διανόημα, σκέψη (α. «μ' ένα βλέμμα όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», Σολωμ.
β. «Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων», Αισχύλ.)
2. συναίσθηση αξίας ή υπεροχής, αυτοπεποίθηση (α. «έχει υψηλό φρόνημα» β. «ἀνδρὶ... φρόνημα ἔχοντι», Θουκ.)
νεοελλ.
γνώμη, άποψη, αντίληψη, ιδέα («έχει σταθερά πολιτικά φρονήματα»)
μσν.
εκκλ. ακόλαστη επιθυμία, ασέλγεια («νεκρώσας τὸ φρόνημα τὸ τῆς σαρκός», Μηναί.)
αρχ.
1. νους, πνεύμα, διανοητική και συναισθηματική κλίση («Αισχύλου φρόνημ' ἔχων», Τηλεκλείδ.)
2. (με κακή σημ.) αλαζονεία, κομπασμός («οὐκ ἐκτελέσαι φησὶν ἐπαρθεὶς οὐδ' ὀγκῶσαι τὸ φρόνημα», Αριστοφ.)
3. στον πληθ. τὰ φρονήματα
α) μεγάλα σχέδια, υψηλοί στόχοι
β) η καρδιά
4. φρ. «ἐν φρονήματί εἰμι» — έχω την φιλοδοξία να... (Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φρόνημα — mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρόνημα — το, ατος 1. ό,τι φρονεί κανείς, ιδεολογία, αρχές, κοσμοθεωρία: Άλλαξε τα πολιτικά του φρονήματα. 2. συναίσθηση της αξίας ή της υπεροχής, αυτοπεποίθηση, το ηθικό: Μετά τη νίκη του ο στρατός έχει υψηλό φρόνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρόνημ' — φρόνημα , φρόνημα mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονημάτων — φρόνημα mind neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήμασι — φρόνημα mind neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήμασιν — φρόνημα mind neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήματα — φρόνημα mind neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήματι — φρόνημα mind neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήματος — φρόνημα mind neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”